- έμπλεος
- α, ον, έμπλεως, ως, ων перен. полный;
έμπλεος σοφίας (ενθουσιασμού) — он полон мудрости (энтузиазма)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έμπλεος σοφίας (ενθουσιασμού) — он полон мудрости (энтузиазма)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔμπλεος — quite full of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμπλεος — α, ο (AM ἔμπλεος, α, ον Α και ἔμπλεως, ω και ἐνίπλειος, ἔμπλειος και ἐνίπλειος, η, ον 1. υπερπλήρης, εντελώς γεμάτος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσόν ή συναίσθημα σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα αρχ. φρ. «ἔμπλεος ἀσκός» παραφουσκωμένος από εγωισμό … Dictionary of Greek
ἐμπλέω — ἔμπλεος quite full of masc/neut nom/voc/acc dual ἔμπλεος quite full of masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐμπλέω sail in pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπλέω sail in pres ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) ἐμπλέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλέων — ἔμπλεος quite full of fem gen pl ἔμπλεος quite full of masc/neut gen pl ἐμπλέω sail in pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπλέω sail in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίπλειον — ἔμπλεος quite full of masc acc sg (epic) ἔμπλεος quite full of neut nom/voc/acc sg (epic) ἐμπλέω sail in imperf ind act 3rd pl (epic) ἐμπλέω sail in imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπλεα — ἔμπλεος quite full of neut nom/voc/acc pl ἔμπλεος quite full of nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπλειον — ἔμπλεος quite full of masc acc sg (epic) ἔμπλεος quite full of neut nom/voc/acc sg (epic) ἐμπλέω sail in imperf ind act 3rd pl (epic) ἐμπλέω sail in imperf ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμπλεον — ἔμπλεος quite full of masc acc sg ἔμπλεος quite full of neut nom/voc/acc sg ἐμπλέω sail in imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐμπλέω sail in imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἐμπλέω sail in imperf ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλείη — ἔμπλεος quite full of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλείην — ἔμπλεος quite full of fem acc sg (epic ionic) ἐμπλέω sail in pres inf act (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπλείου — ἔμπλεος quite full of masc/neut gen sg (epic) ἐμπλέω sail in pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐμπλέω sail in imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)